ξύλιασμα

ξύλιασμα
το, -ατος
1. το να γίνει κάτι αλύγιστο σαν ξύλο.
2. το πάγωμα από το κρύο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξύλιασμα — το [ξυλιάζω] το να γίνεται ένα πράγμα σκληρό και άκαμπτο σαν ξύλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”